- τσούλημα
- το, -ατοςκύλισμα, γλίστρημα.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
τσούλημα — το, Ν [τσουλώ] γλίοτρημα … Dictionary of Greek
κύλιση — κύλιση, η και κύλισμα, το, ατος η πράξη και το αποτέλεσμα του κυλίω, το τσούλημα, η περιστροφική κίνηση σώματος που κυλιέται πάνω σε μια επιφάνεια … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)